λουμινάλ

λουμινάλ
Ονομασία βαρβιτουρικού. Ανήκει στην κατηγορία των φαρμάκων, που προκαλούν γενική καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος. Έχει μορφή λευκής κρυσταλλικής σκόνης και είναι σχεδόν αδιάλυτο στο νερό. Στη θεραπευτική χρησιμοποιείται το νάτριο άλας του (νατριούχος λ.), το οποίο είναι ευδιάλυτο στο νερό. Συναντά εφαρμογές ως υπνωτικό μεγάλης διάρκειας, ως καταπραϋντικό, για τη θεραπεία της επιληψίας, των αγγειακών σπασμών κλπ. Μακροχρόνια χρήση του λ. ως υπνωτικό προκαλεί εθισμό. Άλλες ονομασίες του λ. είναι φαινυλοβαρβιτάλη, φαινοβαρβιτάλη και φαινυλαιθυλομηλονυλουρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λουμινάλη — η, και λουμινάλ, το (φαρμ.) η φαινοβαρβιτάλη …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”